- εξαδέρφη
- ηθηλ. του εξάδερφος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φιγουρατζής — ο θηλ. ού αυτός που εμφανίζεται επιδεικτικά, που επιδείχνεται: Η φιγουρατζού η εξαδέρφη του μας κάνει την αριστοκράτισσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)